ἐννύχιον

ἐννύχιον
ἐννύχιος
by night
masc acc sg
ἐννύχιος
by night
neut nom/voc/acc sg
ἐννύχιος
by night
masc/fem acc sg
ἐννύχιος
by night
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εννύχιος — ἐννύχιος, α, ον και ἐννύχιος, ον (Α) [νύχιος] 1. νυκτερινός, κατά τη νύχτα, σε νυχτερινή ώρα («ἐννύχιος προμολών», Ομ. Ιλ.) 2. ο περικυκλωμένος από σκοτάδι, σκοτεινός, ζοφερός («ἐννυχίαισι φροντίσι», Αριστοφ.) 3. φρ. «ἄναξ ἐννυχίων» ο βασιλιάς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”